κορεύομαι

κορεύομαι
κορεύομαι (Α) [κόρη]
1. ζω ως κόρη, ως παρθένος, περνώ την παρθενική ηλικία
2. (κατ' άλλους) παντρεύομαι
3. χάνω την παρθενιά μου, ξεπαρθενεύομαι, διακορεύομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεκόρευμαι — κορεύομαι pass one s maidenhood perf ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορευσθῆναι — κορεύομαι pass one s maidenhood aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορεύεται — κορεύομαι pass one s maidenhood pres ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκορεύετο — κορεύομαι pass one s maidenhood imperf ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρευμα — κόρευμα, τὸ (Α) [κορεύομαι] η ιδιότητα τής παρθένας, παρθενία («ὦ λέκτρον, ἔνθα παρθένει ἔλυσ ἐγώ κορεύματ ἐκ τοῡδ ἀνδρός», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …   Dictionary of Greek

  • διακεκορευμέναις — διά κορεύομαι pass one s maidenhood perf part pass fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακεκορευμένην — διά κορεύομαι pass one s maidenhood perf part pass fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκορεύθη — διά κορεύομαι pass one s maidenhood aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορευθήσηι — κορευθήσῃ , κορεύομαι pass one s maidenhood fut ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”